Το έδαφος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φυσικούς πόρους καθώς παρέχει τη βάση για την γεωργική παραγωγή, τη κτηνοτροφία και τη δασική παραγωγή και συμβάλει στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής με την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα. Όμως η παραγωγή τροφίμων μέσω των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση του εδάφους, λόγω απώλειας θρεπτικών στοιχείων και οργανικής ουσίας, συμπίεσης και διάβρωσης του.
Η υποβάθμιση αυτή εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους και τον τρόπο διαχείρισης του. Επιπλέον, υπάρχουν αυξανόμενες απαιτήσεις σε γη για διάφορες μη γεωργικές χρήσεις, όπως είναι η αστική επέκταση καθώς και η κάλυψη του εδάφους που σχετίζεται με την ανάπτυξη υποδομών. Επίσης οι απαιτήσεις σε βιοκαύσιμα ανταγωνίζονται την παραγωγή τροφίμων και τα πιο παραγωγικά εδάφη χρησιμοποιούνται για την υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από βιοκαύσιμα, ως μέτρο πολιτικής για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την κάλυψη των ενεργειακών απαιτήσεων (vanNoordwijketal., 2015).
Τον προηγούμενο αιώνα, η εντατικοποίηση της γεωργίας στηριζόταν στις εισροές που προέρχονταν από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (π.χ. συνθετικά λιπάσματα). Παρά το γεγονός ότι η πρακτική αυτή αυξάνει σε μεγάλο βαθμό την απόδοση των καλλιεργειών, έχει παγκόσμιες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα, ως αποτέλεσμα της αποψίλωσης των δασών, της διάβρωσηs του εδάφους, της βιομηχανικής ρύπανσης, της υποβάθμισης της ποιότητας των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και της απώλειας της βιοποικιλότητας (συμπεριλαμβανομένης της γενετικής διάβρωσης) (Canellasetal., 2015). Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκύπτουν από την εκχέρσωση και τον κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων που απειλούν τη βιοποικιλότητα (Dirzo and Raven, 2003).
Μελέτες αύξησης της γονιμότητας εδαφών και θρέψης φυτών από επίπεδο αγροτεμαχίου- παραγωγού έως και επίπεδο περιοχής ή ομάδας παραγωγών.